- αποσχίζομαι
- αποσχίζομαι, αποσχίστηκα, αποσχισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποστατώ — (ΑΜ ἀποστατώ, έω) νεοελλ. 1. στασιάζω, επαναστατώ 2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι αρχ. 1. στέκομαι μακριά από κάποιον 2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι 3. λείπω, απουσιάζω 4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek